2006
 

Η μοίρα των βιβλίων είναι γραμμένη στ’ άστρα
Ján Uličiansky (Σλοβακία)

 

            Ρωτούν συχνά οι μεγάλοι τι θ’ απογίνουν τα βιβλία όταν τα παιδιά θα πάψουν να τα διαβάζουν. Μια απάντηση μπορεί να είναι αυτή:

            «Θα τα φορτώσουμε όλα σ’ ένα τεράστιο διαστημόπλοιο και θα τα στείλουμε στ’ άστρα!»

            Ωωω! 

            Τα βιβλία μοιάζουν στ’ αλήθεια με άστρα στον νυχτερινό ουρανό. Είναι τόσα πολλά, που δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε και συχνά είναι τόσο μακριά μας, που μας φαίνεται ακατόρθωτο να τα φτάσουμε. Σκεφτείτε ωστόσο τι σκοτάδι θα είχαμε, αν κάποια μέρα όλα τα βιβλία, αυτοί οι κομήτες στο σύμπαν του νου μας, εξαφανίζονται κι έπαυαν να μας δίνουν εκείνη την απεριόριστη ενέργεια της ανθρώπινης γνώσης και φαντασίας...

            Τι φοβερό!

            Μήπως λέει κανένας ότι τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν μια τέτοια ιστορία επιστημονικής φαντασίας; Πολύ καλά λοιπόν, θα γυρίσω στη γη και θ’ αφήσω τον εαυτό μου να θυμηθεί τα βιβλία της παιδικής μου ηλικίας. Αυτό μου ήρθε άλλωστε στο νου, καθώς κοίταζα τη Μεγάλη ΄Αρκτο, τον αστερισμό που εμείς στη Σλοβακία τον ονομάζουμε «Μεγάλο Κάρο». Και το σκέφτηκα επειδή τα πολυτιμότερα βιβλία ήρθαν σε μένα πάνω σ’ ένα κάρο... Δηλαδή όχι πρώτα σε μένα, μα στη μητέρα μου. ΄Ηταν τον καιρό του πολέμου.

Στεκόταν στην άκρη του δρόμου μια μέρα, όταν ένα κάρο έφθασε με θόρυβο – μια καρότσα για σανό γεμάτη βιβλία ως απάνω που την έσερναν άλογα. Ο καροτσιέρης είπε στη μητέρα μου ότι μετέφερε τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη της πόλης σε κάποιο μέρος ασφαλές, για να μην καταστραφούν.

Την εποχή εκείνη η μητέρα μου ήταν ένα μικρό κορίτσι που αγαπούσε το διάβασμα και, στη θέα εκείνης της θάλασσας από βιβλία, τα μάτια της άστραψαν σαν άστρα. Ως τότε,  τα κάρα που είχε δει ήταν γεμάτα μόνο με σανό, άχυρο ή κοπριά. ΄Ενα κάρο γεμάτο βιβλία ήταν για κείνη κάτι παραμυθένιο. Πήρε λοιπόν το θάρρος και ρώτησε:

«Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε έστω ένα μόνο βιβλίο απ’ αυτή τη στοίβα;»

Ο άνθρωπος χαμογέλασε, της έγνεψε ναι, κατέβηκε από το κάρο και ξέλυσε τη μια πλευρά, λέγοντας:

            «Μπορείς να πάρεις στο σπίτι σου όσα πέσουν κάτω!»

            Τα βιβλία ξεχύθηκαν με θόρυβο στο σκονισμένο δρόμο και σε λίγο το παράξενο εκείνο κάρο χάθηκε σε μια στροφή. Η μητέρα μου τα μάζεψε με λαχτάρα, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. ΄Οταν τίναξε από πάνω τους τη σκόνη, ανακάλυψε ότι ανάμεσά τους βρισκόταν κατά τύχη μια πλήρης σειρά με τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν ΄Αντερσεν. Μέσα στους πέντε τόμους με τα διαφορετικά χρώματα στα εξώφυλλα δεν υπήρχε ούτε μια εικόνα, όμως με τρόπο θαυμαστό τα βιβλία εκείνα φώτιζαν τις νύχτες που τις φοβόταν τόσο η μητέρα μου. Κι αυτό επειδή είχε χάσει τη μητέρα της στον πόλεμο. ΄Οταν διάβαζε κείνες τις ιστορίες τα βράδια, κάθε μια τής έδινε και μια μικρή αχτίδα ελπίδας και με μια σιωπηλή εικόνα στην καρδιά, που τη ζωγράφιζαν τα μισόκλειστα βλέφαρά της, μπορούσε ήρεμα ν’ αποκοιμηθεί, έστω και για λίγο...

            Τα χρόνια πέρασαν και τα βιβλία εκείνα έφτασαν ως εμένα. Τα κουβαλούσα πάντα μαζί μου στους σκονισμένους δρόμους της δικής μου ζωής. Για ποια σκόνη μιλώ, θα με ρωτήσετε.

            Μμμ...

΄Ισως είχα κατά νου την αστερόσκονη που πέφτει στα μάτια μας, όταν καθόμαστε σε μια καρέκλα και διαβάζουμε κάποια νύχτα σκοτεινή. Αν, δηλαδή, διαβάζουμε κάποιο βιβλίο. Γιατί βέβαια μπορούμε να διαβάζουμε πολλών λογιών πράγματα: ΄Ενα ανθρώπινο πρόσωπο, τις γραμμές στην παλάμη μας, τ’ άστρα...

Τ’ άστρα είναι βιβλία στο νυχτερινό ουρανό και φωτίζουν το σκοτάδι.

΄Οποτε αναρωτιέμαι αν αξίζει να γράψω ένα ακόμη βιβλίο, κοιτάζω τον ουρανό και λέω στον εαυτό μου ότι το σύμπαν είναι όντως απέραντο και σίγουρα υπάρχει ακόμα χώρος για το μικρό μου αστέρι.
Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου