Η σκάλα με τα βιβλία

RenateWelsh (Αυστρία)

 

 

Το μικρό κορίτσι καθόταν σ’ έναν κήπο. ΄Ηταν όμορφος εκείνος ο κήπος, αλλά τον έκλεινε ολόγυρα ένας τοίχος ψηλός. Μόνο του ήταν το κοριτσάκι. Μη με ρωτάτε πώς βρέθηκε εκεί, ούτε ποιος το φρόντιζε και ποιος του έφερνε φαγητό. Δεν ξέρω. Βρισκόταν στον κήπο εκείνο κι ένιωθε μοναξιά.

«Κάπου σ’ αυτόν τον τοίχο πρέπει να υπάρχει μια πόρτα» σκεφτόταν. Περπάτησε αργά κατά μήκος του τοίχου ψηλαφώντας τις πέτρες, αλλά δε βρήκε ούτε μια χαραμάδα, ούτε μια ρωγμή, ούτ’ ένα άνοιγμα. Χτύπησε τον τοίχο εδώ κι εκεί. Παντού ο ίδιος ήχος ακουγόταν.

Η μικρούλα κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο στη μέση του κήπου. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένα σμάρι πουλιά.

Ξάφνου ένα βιβλίo βρέθηκε κοντά της. Στην πρώτη σελίδα ήταν γραμμένο ένα μεγάλο Α και δίπλα του μια αρκούδα, ένα αλεξίπτωτο κι ένα αρνάκι. Στην επόμενη σελίδα ήταν ένα Β μ’ ένα βιβλίο, ένα βατράχι κι ένα βερίκοκο με κόκκινα μάγουλα.

΄Οταν η μικρή έμαθε όλα τα γράμματα του αλφαβήτου, ένα δεύτερο βιβλίο ήρθε δίπλα της πετώντας, έπειτα ένα τρίτο, ένα τέταρτο, ένα πέμπτο... Ξεφύλλισε τα βιβλία. Το θρόισμα των φύλλων τους ακουγόταν διαφορετικά στο καθένα. Τα μύρισε. Κάθε βιβλίο είχε τη δική του μυρωδιά. Στην αρχή το κοριτσάκι διάβαζε μονάχα τα γράμματα. ΄Επειτα τα γράμματα άρχισαν να σχηματίζουν λέξεις, οι λέξεις να φτιάχνουν φράσεις, οι φράσεις να δημιουργούν ιστορίες. Η μικρούλα διάβαζε αδιάκοπα. Βρέθηκε τότε ανεβασμένη σε καμήλες και σ’ ελέφαντες. ΄Εκανε κουπί πάνω σ’ ένα κανό κι έτρεξε με ταχύτητα πάνω στον πάγο μ’ ένα έλκηθρο που το έσερναν σκύλοι των Εσκιμώων. Κάθισε σ’ ένα θρόνο χρυσό μέσα σ’ ένα παλάτι και σ’ ένα πολύχρωμο χαλί μέσα σε μια σκηνή Ινδιάνων. Όμως το πιο σπουδαίο ήταν ότι βρήκε παιδιά μέσα σ’ εκείνα τα βιβλία. Ευτυχισμένα παιδιά, λυπημένα παιδιά, ντροπαλά παιδιά, ξεθαρρεμένα παιδιά, άτακτα παιδιά, φρόνιμα παιδιά.

Αποκοιμήθηκε η μικρή και τα είδε στ’ όνειρό της τα παιδιά εκείνα. ΄Οσο διάβαζε, ήταν μαζί τους. ΄Οταν όμως άπλωνε το χέρι να τ’ αγγίξει, έμενε και πάλι μονάχη και λυπημένη.

Της ήρθε τότε μια ιδέα. ΄Εβαλε τα βιβλία το ένα πάνω στ’ άλλο και σχημάτισε μια σκάλα τόσο ψηλή που να μπορεί να σκαρφαλώσει και να κοιτάξει από την άλλη μεριά του τοίχου. Είδε τότε κάτω χαμηλά έναν άλλο κήπο κι ένα παιδί να κάθεται εκεί.

«Γεια χαρά!» του είπε το κοριτσάκι.

Το άγνωστο παιδί σήκωσε το βλέμμα και άπλωσε τα χέρια.

Η μικρή κατέβηκε πάλι στο δικό της τον κήπο, πήρε μια αγκαλιά βιβλία και ξανανέβηκε τη σκάλα. Το αγόρι είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα χέρια του κι έκλαιγε.

«Πρόσεχε!» του φώναξε το κοριτσάκι κι άρχισε να ρίχνει ένα ένα τα βιβλία.

Απαλά, σαν τα φύλλα των δέντρων, τα βιβλία έπεφταν στο γρασίδι. Εφτά φορές ανεβοκατέβηκε κι έριξε βιβλία η μικρή. Τότε το αγόρι έστησε μ’ αυτά μια σκάλα στη δική του την πλευρά. Σκαλί σκαλί, την ανέβηκε προσεκτικά.

Τα δυο παιδιά αγκαλιάστηκαν κι έβαλαν τα γέλια. ΄Επειτα κάθισαν δίπλα δίπλα πάνω στον τοίχο κι άρχισαν να κουνάνε τα πόδια τους.

 

Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου